- δαϊκτήρ
- δαϊκτήρ, ῆρος, ὁ, γόος, u. δαϊκτής, ὁ, herzzerreißende Trauer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαϊκτήρ — ( ῆρος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] 1. αυτός που σκοτώνει (για τον Άρη) 2. ως επίθ. ο σπαραχτικός («δαϊκτὴρ γόος», Αιοχ) … Dictionary of Greek
δαικτήρ — δαϊκτήρ , δαικτήρ slayer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαΐκτωρ — ( ορος), ο (Α) [δαΐζω (Ι)] ο δαϊκτήρ … Dictionary of Greek
δαικτῆρος — δαϊκτῆρος , δαικτήρ slayer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)